- παρασεσιωπημένως
- Αεπίρρ. σιωπηλώς, μυστικώς, εν σιγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρασεσιωπημένος, μτχ. μεσ. παρακμ. τού παρασιωπῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρασεσιωπημένως — παρασιωπάω pass over in silence perf part mp masc acc pl (attic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)